επαιτώ — (AM ἐπαιτῶ, έω) [αιτώ] ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω («ἐκ σέθεν δ ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ ἡμέραν βίον», Σοφ.) νεοελλ. ζητώ επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη συμπάθεια») αρχ. 1. ζητώ κάτι επί πλέον («εἰ καὶ κέ νυ οἴκοθεν ἄλλο μεῑζον… … Dictionary of Greek
επαιτώ — μτβ. και αμτβ. 1. ζητώ ελεημοσύνη, ζω με επαιτεία, ζητιανεύω, διακονεύω. 2. μτφ., εκλιπαρώ κάποιον για κάτι, ζητώ κάτι επίμονα ως χάρη, ως ελεημοσύνη (όπως ο ζητιάνος): Επαιτώ ένα μόνο φιλί σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσεπαιτώ — έω, Α [ἐπαιτῶ] επαιτώ, ζητώ επί πλέον … Dictionary of Greek
αιτίζω — αἰτίζω (Α) (επικός τύπος του αἰτῶ) ζητώ επίμονα, επαιτώ, ζητιανεύω … Dictionary of Greek
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
διακονεύω — και διακονάω και διακονίζω [διακονιά] 1. ζητιανεύω, επαιτώ 2. ζητώ με παρακάλια … Dictionary of Greek
επαίτης — ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῑτις») [επαιτώ] ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης μσν. νεοελλ. «μοναχοί ἐπαῑτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών … Dictionary of Greek
θυλακίζω — (Α) [θύλακος] 1. βάζω στο θυλάκιο, σακουλιάζω 2. συνεκδ. επαιτώ … Dictionary of Greek
μεταιτώ — μεταιτῶ, έω (Α) [αιτώ] 1. απαιτώ το μερίδιό μου από κάτι 2. παρακαλώ επίμονα, ικετεύω, εκλιπαρώ 3. επαιτώ, ζητιανεύω («διαφέρεις γὰρ οὐδέν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μεταιτοῡσιν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
χαλεύω — Ν 1. αναζητώ, ψάχνω 2. ζητώ κάτι ως δώρο ή ως δάνειο 3. επαιτώ, ζητιανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. με αρχική σημ. «ανοίγω την παλάμη να λάβω κάτι» έχει προέλθει από το αρχ. ουσ. χαλή, δωρ. τ. τού χηλή «οπλή» με μτφ. σημ. «παλάμη»] … Dictionary of Greek